- εξονύχιση
- ηέρευνα που γίνεται λεπτομερειακά και με κάθε ακρίβεια, λεπτολόγηση, ψιλοκοσκίνισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξονύχιση — η [εξονυχίζω] η λεπτομερής εξέταση … Dictionary of Greek
εξονυχισμός — ο [εξονυχίζω] 1. εξονύχιση 2. κόψιμο τών νυχιών υποζυγίων για να τοποθετηθούν πέταλα … Dictionary of Greek
εξονυχιστικός — ή, ό [εξονύχιση] αυτός που γίνεται με μεγάλη ακρίβεια και προσοχή τών λεπτομερειών («εξονυχιστική έρευνα») … Dictionary of Greek
εξονύχισμα — το [εξονυχίζω] εξονύχιση … Dictionary of Greek
εξονυχισμός — ο η εξονύχιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξονύχισμα — το, ατος η εξονύχιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)